lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τσιμέντο στα βουλγαρικά

Λέξη:
τσιμέντο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά τσιμέντο, τσιμέντο τιταν, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο στα δάση, τσιμέντο να γίνει, τσιμέντο στα βουλγαρικά, цимент στα ελληνικά
τσιμέντο στα βουλγαρικά