lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τσιμέντο στα ουγγρική

Λέξη:
τσιμέντο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
cement, ragasztószer
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τσιμέντο, τσιμέντο τιταν, τσιμέντο τιμές, τσιμέντο ταχείας πήξεως, τσιμέντο στα δάση, τσιμέντο να γίνει, τσιμέντο στα ουγγρική, cement στα ελληνικά
τσιμέντο στα ουγγρική