lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εφαρμόζω στα τσεχική

Λέξη:
εφαρμόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (34):
adoptovat, aplikovat, cvik, klást, nasadit, navrstvit, osvojit, podat, položit, použít, používat, praxe, přijmout, přiložit, přizpůsobit, spotřebovat, spravovat, sázet, uložit, upotřebit, upravit, uzpůsobit, užít, užívat, vršit, vykonávat, vynaložit, využít, využívat, vést, zaměstnat, zaměstnávat, zvyk, řídit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εφαρμόζω, εφαρμόζω μετάφραση, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω στα τσεχική, adoptovat στα ελληνικά
εφαρμόζω στα τσεχική