μεταμοσχεύω στα αγγλικά μεταμοσχεύω στα τσεχική μεταμοσχεύω στα γερμανικά μεταμοσχεύω στα ισπανικά μεταμοσχεύω στα ιταλικά μεταμοσχεύω στα ρωσικά μεταμοσχεύω στα πορτογαλικά μεταμοσχεύω στα ουκρανικά μεταμοσχεύω στα πολωνική
διάγραμμα στα ρωσικά διακοπή στα δανική σωστός στα πορτογαλικά πορνεία στα αγγλικά επιβλέπω στα σουηδικά
διάγραμμα καταστάσεων σωστός ρυθμός απώλειας βάρους διακοπή καπνίσματος επιβλέπω αόριστοσ