lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διακοπή στα δανική

Λέξη:
διακοπή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
abort, afbrydelse, brud, frikvarter, interval, pause, rast, rekreation, standsning, stans, stoppested
Σχετικές λέξεις:
δανική διακοπή, διακοπή συμβολαίου vodafone, διακοπή συμβολαίου cosmote, διακοπή ρεύματος θεσσαλονίκη, διακοπή ρεύματος δεη, διακοπή ρεύματος, διακοπή στα δανική, abort στα ελληνικά
διακοπή στα δανική