lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιβλέπω στα σουηδικά

Λέξη:
επιβλέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
passa, tillse, efterse, kontramärke, kontroll, kontrollera, revidera, övervaka
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά επιβλέπω, προβλέπω συνώνυμα, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω συνωνυμα, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω στα σουηδικά, passa στα ελληνικά
επιβλέπω στα σουηδικά