lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμοιβαίος στα γερμανικά

Λέξη:
αμοιβαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
beiderseitig, gegenseitig, gemeinsam, reziprok, wechselseitig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αμοιβαίος, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος στα γερμανικά, beiderseitig στα ελληνικά
αμοιβαίος στα γερμανικά