lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμοιβαίος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αμοιβαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
mutuo, mútuo, recíproco
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αμοιβαίος, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος στα πορτογαλικά, mutuo στα ελληνικά
αμοιβαίος στα πορτογαλικά