lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αμοιβαίος στα ουκρανικά

Λέξη:
αμοιβαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
взаємний, обопільний, спільний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αμοιβαίος, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος στα ουκρανικά, взаємний στα ελληνικά
αμοιβαίος στα ουκρανικά