lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανήκω στα γερμανικά

Λέξη:
ανήκω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
angehören, gebühren, gehören, obliegen, zukommen, zustehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανήκω, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα lyrics, ανήκω σε μένα - γιώργος μαζωνάκης lyrics, ανήκω σε μένα - γιώργος μαζωνάκης, ανήκω σε μένα, ανήκω στα γερμανικά, angehören στα ελληνικά
ανήκω στα γερμανικά