lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοίγω στα γερμανικά

Λέξη:
ανοίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
aufbrechen, aufbringen, auffliegen, aufgehen, aufmachen, aufschlagen, aufschließen, aufsperren, auftun, erschließen, eröffnen, öffnen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ανοίγω, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω το στόμα μου-γρηγόρης μπιθικώτσης, ανοίγω το στόμα μου στίχοι, ανοίγω το στόμα μου, ανοίγω το laptop και κολλάει στην αρχική οθόνη του bios, ανοίγω στα γερμανικά, aufbrechen στα ελληνικά
ανοίγω στα γερμανικά