lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοίγω στα τσεχική

Λέξη:
ανοίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (6):
odemknout, otevřít, otvírat, rozevřít, začít, zahájit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανοίγω, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω το στόμα μου-γρηγόρης μπιθικώτσης, ανοίγω το στόμα μου στίχοι, ανοίγω το στόμα μου, ανοίγω το laptop και κολλάει στην αρχική οθόνη του bios, ανοίγω στα τσεχική, odemknout στα ελληνικά
ανοίγω στα τσεχική