lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοίγω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ανοίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
адмыкаць, адсоўваць, адчыняць, адшчапляць, адшчэпліваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ανοίγω, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω το στόμα μου-γρηγόρης μπιθικώτσης, ανοίγω το στόμα μου στίχοι, ανοίγω το στόμα μου, ανοίγω το laptop και κολλάει στην αρχική οθόνη του bios, ανοίγω στα λευκορωσίας, адмыкаць στα ελληνικά
ανοίγω στα λευκορωσίας