lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανοίγω στα ουκρανικά

Λέξη:
ανοίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
відімкніть, відмикати, відпирати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ανοίγω, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω το στόμα μου-γρηγόρης μπιθικώτσης, ανοίγω το στόμα μου στίχοι, ανοίγω το στόμα μου, ανοίγω το laptop και κολλάει στην αρχική οθόνη του bios, ανοίγω στα ουκρανικά, відімкніть στα ελληνικά
ανοίγω στα ουκρανικά