lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απειλώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
endanger, impend, jeopardize, menace, threat, threaten
απειλώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hrozit, ohrozit, ohrožovat, vyhrožovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedrohen, drohen, gedroht, gefährden
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hot, true
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amenazar, ladrar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
menacer, montrer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
minacciare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hot, hota, true
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грозить, угрожать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hot, hota, hotelse
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërcënoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гразіць, пагражаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uhata, uhkailla
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fenyegetni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
grėsti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ameaçar, intimidar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грозити, денонсувати, загрожувати, обвинуватьте, погрожувати, погроза, схил
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
grozić, odgrażać, zagrażać

Σχετικές λέξεις

απαιτώ συνώνυμα, απειλώ english, απειλώ κλίση, ονειροκριτης απειλώ