lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εδραιώνω στα γερμανικά

Λέξη:
εδραιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
befestigen, bekräftigen, bestärken, erstarken, kräftigen, stärken, verstärken
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εδραιώνω, εδραιώνω στα αγγλικα, εδραιώνω σημασια, εδραιώνω ορισμος, εδραιώνω μεταφραση, εδραιώνω λεξικο, εδραιώνω στα γερμανικά, befestigen στα ελληνικά
εδραιώνω στα γερμανικά