lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εδραιώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
εδραιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
прымацоўваць, умацоўваць, падмацоўваць, узмацняць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εδραιώνω, εδραιώνω στα αγγλικα, εδραιώνω σημασια, εδραιώνω ορισμος, εδραιώνω μεταφραση, εδραιώνω λεξικο, εδραιώνω στα λευκορωσίας, прымацоўваць στα ελληνικά
εδραιώνω στα λευκορωσίας