lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνομαι στα γερμανικά

Λέξη:
ελαττώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
ermäßigen, mindern, reduzieren, schmälern, schwinden, verkleinern, vermindern, verringern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ελαττώνομαι, ελαττώνομαι στα γερμανικά, ermäßigen στα ελληνικά
ελαττώνομαι στα γερμανικά