lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνομαι στα τσεχική

Λέξη:
ελαττώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
mírnit, napravit, odečítat, odkysličovat, omezit, oslabit, podmanit, podrobit, polevit, potlačit, redukovat, snižovat, snížit, stlačit, ubýt, ubývat, zeslabit, zmenšit, zmenšovat, zmírnit, zmírňovat, zredukovat, zrušit, ztenčit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ελαττώνομαι, ελαττώνομαι στα τσεχική, mírnit στα ελληνικά
ελαττώνομαι στα τσεχική