lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνομαι στα φινλανδικά

Λέξη:
ελαττώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
alentaa, helpottua, kulua, lieventää, pienentää, supistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ελαττώνομαι, ελαττώνομαι στα φινλανδικά, alentaa στα ελληνικά
ελαττώνομαι στα φινλανδικά