lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνομαι στα αγγλικά

Λέξη:
ελαττώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (14):
abate, decline, decrease, decrement, devastate, diminish, dwindle, ease, extenuate, prune, reduce, subside, underplay, wane
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ελαττώνομαι, ελαττώνομαι στα αγγλικά, abate στα ελληνικά
ελαττώνομαι στα αγγλικά