lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκίνητος στα γερμανικά

Λέξη:
ευκίνητος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
anstellig, behände, beweglich, erfahren, flink, flott, geschickt, geschmeidig, gewandt, geübt, leistungsfähig, rasch, schnell, wendig, zügig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ευκίνητος, ευκίνητος στα γερμανικά, anstellig στα ελληνικά
ευκίνητος στα γερμανικά