καταπνίγω στα αγγλικά καταπνίγω στα τσεχική καταπνίγω στα ισπανικά καταπνίγω στα γαλλικά καταπνίγω στα ιταλικά καταπνίγω στα νορβηγικά καταπνίγω στα ρωσικά καταπνίγω στα σουηδικά καταπνίγω στα φινλανδικά καταπνίγω στα ουγγρική καταπνίγω στα πολωνική
τεχνίτης στα ουκρανικά ίσιος στα αγγλικά άσπλαχνος στα πορτογαλικά διψασμένος στα τσεχική θεραπεύω στα ιταλικά
διψασμένος συνωνυμα θεραπεύω στα αρχαία τεχνίτης μηχανικός εγκαταστάσεων παϊσιος