lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διψασμένος στα τσεχική

Λέξη:
διψασμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (5):
chamtivý, chtivý, dychtivý, žádostivý, žíznivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διψασμένος, διψασμένος στα τσεχική, chamtivý στα ελληνικά
διψασμένος στα τσεχική