lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλαρίζω στα γερμανικά

Λέξη:
κολλαρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (2):
stärken, steifen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κολλαρίζω, κολλαρίζω στα γερμανικά, stärken στα ελληνικά
κολλαρίζω στα γερμανικά