lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολλαρίζω στα ουγγρική

Λέξη:
κολλαρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
keményít, keményíteni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κολλαρίζω, κολλαρίζω στα ουγγρική, keményít στα ελληνικά
κολλαρίζω στα ουγγρική