κολπικός στα αγγλικά κολπικός στα τσεχική κολπικός στα γαλλικά κολπικός στα ρωσικά κολπικός στα ουγγρική κολπικός στα πολωνική
συλλαμβάνω στα αγγλικά ευκαιρία στα πολωνική άκαρπος στα ισπανικά προσβολή στα ουκρανικά κοινός στα ισπανικά
ευκαιρία συνώνυμα κοινός λόγος συλλαμβάνω αρχαια άκαρπος πλειστηριασμός προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας