lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόνιμος στα γερμανικά

Λέξη:
μόνιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
andauernd, dauernd, konstant, permanent, ständig, stetig, unablässig, unaufhörlich, ununterbrochen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μόνιμος, μόνιμος κεντρικός φλεβικός καθετήρας, μόνιμος κάτοικος- το κορίτσι, μόνιμος κάτοικος- καλή σας νύχτα, μόνιμος κάτοικος το πρώτο τρένο στίχοι, μόνιμος κάτοικος η φωνή στίχοι, μόνιμος στα γερμανικά, andauernd στα ελληνικά
μόνιμος στα γερμανικά