lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόνιμος στα πορτογαλικά

Λέξη:
μόνιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
constante, continuo, contínuo, corrido, ininterrupto, permanente, seguido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μόνιμος, μόνιμος κεντρικός φλεβικός καθετήρας, μόνιμος κάτοικος- το κορίτσι, μόνιμος κάτοικος- καλή σας νύχτα, μόνιμος κάτοικος το πρώτο τρένο στίχοι, μόνιμος κάτοικος η φωνή στίχοι, μόνιμος στα πορτογαλικά, constante στα ελληνικά
μόνιμος στα πορτογαλικά