lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντόπιος στα γερμανικά

Λέξη:
ντόπιος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
bodenständig, eingebildet, eingeboren, eingeborene, eingeborener, einheimisch, gebürtig, heimisch, inländer, ortsansässig, volkstümlich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ντόπιος, σόφκα ντόπιος, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος συνώνυμο, ντόπιος συνώνυμα, ντόπιος στα αγγλικά, ντόπιος στα γερμανικά, bodenständig στα ελληνικά
ντόπιος στα γερμανικά