lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σοκ στα γερμανικά

Λέξη:
σοκ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (6):
coup, hieb, schlag, schock, stoß, streich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σοκ, σοκ φμ, σοκ συνωνυμα, σοκ στο πλατό της ελένης - λιποθυμησε πάλι η γνωστή παρουσιάστρια, σοκ στη λάρισα λαρισαίος πατέρας έβαλε κάμερα για να βρει τα φαντάσματα και έπαθε σοκ με αυτό, σοκ με σκάνδαλο υπνωτισμού κλονίζει το κατάστημα πλαίσιο, σοκ στα γερμανικά, coup στα ελληνικά
σοκ στα γερμανικά