lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σοκ στα βουλγαρικά

Λέξη:
σοκ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά σοκ, σοκ φμ, σοκ συνωνυμα, σοκ στο πλατό της ελένης - λιποθυμησε πάλι η γνωστή παρουσιάστρια, σοκ στη λάρισα λαρισαίος πατέρας έβαλε κάμερα για να βρει τα φαντάσματα και έπαθε σοκ με αυτό, σοκ με σκάνδαλο υπνωτισμού κλονίζει το κατάστημα πλαίσιο, σοκ στα βουλγαρικά, удар στα ελληνικά
σοκ στα βουλγαρικά