lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σοκ στα ουγγρική

Λέξη:
σοκ (Αριθμός των γραμμάτων: 3)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
csapás, fújás, fúvás, ütközés
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σοκ, σοκ φμ, σοκ συνωνυμα, σοκ στο πλατό της ελένης - λιποθυμησε πάλι η γνωστή παρουσιάστρια, σοκ στη λάρισα λαρισαίος πατέρας έβαλε κάμερα για να βρει τα φαντάσματα και έπαθε σοκ με αυτό, σοκ με σκάνδαλο υπνωτισμού κλονίζει το κατάστημα πλαίσιο, σοκ στα ουγγρική, csapás στα ελληνικά
σοκ στα ουγγρική