lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδυάζω στα γερμανικά

Λέξη:
συνδυάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
binden, fügen, gesellen, verbinden, vereinigen, verknüpfen, verschmelzen, zusammenfügen, zusammenschließen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συνδυάζω, συνδυάζω χρωματα, συνδυάζω συνώνυμο, συνδυάζω ρουχα, συνδυάζω ορισμος, συνδυάζω μετάφραση, συνδυάζω στα γερμανικά, binden στα ελληνικά
συνδυάζω στα γερμανικά