lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδυάζω στα τσεχική

Λέξη:
συνδυάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (35):
asociovat, družit, kombinovat, míchat, mísit, oddat, pojit, propojit, pářit, přidat, připojit, přičlenit, sdružit, sdružovat, semknout, sestavovat, shromáždit, sjednotit, sloučit, složit, slučovat, slít, smíchat, smísit, spojit, spojovat, spoutat, spřahovat, spřáhnout, svázat, urovnat, vázat, zahrnovat, zapojit, zkombinovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική συνδυάζω, συνδυάζω χρωματα, συνδυάζω συνώνυμο, συνδυάζω ρουχα, συνδυάζω ορισμος, συνδυάζω μετάφραση, συνδυάζω στα τσεχική, asociovat στα ελληνικά
συνδυάζω στα τσεχική