lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συχνά στα γερμανικά

Λέξη:
συχνά (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
größtenteils, häufig, meist, meistens, oft, oftmals, viel, vielmals, vorwiegend, überweltlich, überwiegend
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συχνά, συχνά συνώνυμο, συχνά συνώνυμα, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά ρωτώ, συχνά ρεψίματα, συχνά στα γερμανικά, größtenteils στα ελληνικά
συχνά στα γερμανικά