lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συχνά στα πορτογαλικά

Λέξη:
συχνά (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
amiúde, frequentemente, principalmente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συχνά, συχνά συνώνυμο, συχνά συνώνυμα, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά ρωτώ, συχνά ρεψίματα, συχνά στα πορτογαλικά, amiúde στα ελληνικά
συχνά στα πορτογαλικά