lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συχνά στα αγγλικά

Λέξη:
συχνά (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (8):
frequently, much, often, eminently, ever, mainly, mostly, predominantly
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά συχνά, συχνά συνώνυμο, συχνά συνώνυμα, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά ρωτώ, συχνά ρεψίματα, συχνά στα αγγλικά, frequently στα ελληνικά
συχνά στα αγγλικά