lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συχνά στα δανική

Λέξη:
συχνά (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
hyppigt, ofte, tit
Σχετικές λέξεις:
δανική συχνά, συχνά συνώνυμο, συχνά συνώνυμα, συχνά ρωτώ στίχοι, συχνά ρωτώ, συχνά ρεψίματα, συχνά στα δανική, hyppigt στα ελληνικά
συχνά στα δανική