lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταυτόχρονος στα γερμανικά

Λέξη:
ταυτόχρονος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (2):
gleichzeitig, simultan
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ταυτόχρονος, ταυτόχρονος στα γερμανικά, gleichzeitig στα ελληνικά
ταυτόχρονος στα γερμανικά