lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταυτόχρονος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ταυτόχρονος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ταυτόχρονος, ταυτόχρονος στα πορτογαλικά, simultâneo στα ελληνικά
ταυτόχρονος στα πορτογαλικά