lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταυτόχρονος στα ουκρανικά

Λέξη:
ταυτόχρονος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
одночасний, сучасний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ταυτόχρονος, ταυτόχρονος στα ουκρανικά, одночасний στα ελληνικά
ταυτόχρονος στα ουκρανικά