lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρένο στα γερμανικά

Λέξη:
τρένο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
anziehungskraft, bahn, begleiter, drang, eisenbahnzug, folge, gefolge, geleit, hang, neigung, zuführung, zug
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά τρένο, τρένο φάντασμα, τρένο των νεφών, τρένο στο ρουφ, τρένο πειραιάς κηφισιά, τρένο ονειροκριτης, τρένο στα γερμανικά, anziehungskraft στα ελληνικά
τρένο στα γερμανικά