lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρένο στα τσεχική

Λέξη:
τρένο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
doprovod, družina, kouzlo, náklonnost, průvod, přitažlivost, půvab, sklon, suita, vlak, záliba, řada
Σχετικές λέξεις:
τσεχική τρένο, τρένο φάντασμα, τρένο των νεφών, τρένο στο ρουφ, τρένο πειραιάς κηφισιά, τρένο ονειροκριτης, τρένο στα τσεχική, doprovod στα ελληνικά
τρένο στα τσεχική