lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρένο στα δανική

Λέξη:
τρένο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
bane, dragning, følge, godstog, hurtigtog, iltog, jernbanetog, karavane, tog, tåg
Σχετικές λέξεις:
δανική τρένο, τρένο φάντασμα, τρένο των νεφών, τρένο στο ρουφ, τρένο πειραιάς κηφισιά, τρένο ονειροκριτης, τρένο στα δανική, bane στα ελληνικά
τρένο στα δανική