lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χαμηλώνω στα γερμανικά

Λέξη:
χαμηλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
ermäßigen, herabsetzen, herunterlassen, senken, sinken, aufgabe, auslassung, unterlassung, verzicht
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά χαμηλώνω, χαμηλώνω στα αγγλικα, χαλαρώνω συνωνυμα, χαμηλώνω στα γερμανικά, ermäßigen στα ελληνικά
χαμηλώνω στα γερμανικά