lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άνεση στα δανική

Λέξη:
άνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
bekvemmelighed, bredde, breddegrad, fortrøstning, friet, frihed, komfort, kos, lettet, trøst, velvære
Σχετικές λέξεις:
δανική άνεση, οπτική άνεση, θερμική άνεση, θέατρο άνεσις, επική άνεση, ακουστική άνεση, άνεση στα δανική, bekvemmelighed στα ελληνικά
άνεση στα δανική