lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άνεση στα ουκρανικά

Λέξη:
άνεση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (21):
бальзам, вигода, воля, втішання, добро, допомога, запевнення, звільнення, зручність, комфорт, полегшення, прибудова, простір, підкріплення, розмаїтість, розрада, розраду, свобода, свобода-а, утіха, широта
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άνεση, οπτική άνεση, θερμική άνεση, θέατρο άνεσις, επική άνεση, ακουστική άνεση, άνεση στα ουκρανικά, бальзам στα ελληνικά
άνεση στα ουκρανικά