lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακουμπώ στα δανική

Λέξη:
ακουμπώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
basere, støtte, vila
Σχετικές λέξεις:
δανική ακουμπώ, ακουμπώ στα δανική, basere στα ελληνικά
ακουμπώ στα δανική