lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντικαθιστώ στα δανική

Λέξη:
αντικαθιστώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
ændre, bylt, erstatte, forandre, konvertere, omkastning, skifte, veksle, vikariere
Σχετικές λέξεις:
δανική αντικαθιστώ, αντικαθιστώ υποκαθιστώ, αντικαθιστώ συνώνυμο, αντικαθιστώ μετάφραση, αντικαθιστώ με, αντικαθιστώ κλιση, αντικαθιστώ στα δανική, ændre στα ελληνικά
αντικαθιστώ στα δανική